- τρισάθλιος
- α, ο[ν] жалкий, несчастный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρισάθλιος — thrice unhappy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλιος — α, ο / τρισάθλιος, ία, ον, ΝΜΑ τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ. β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.) νεοελλ. 1. κακοηθέστατος 2. φρ. «ελεεινός και… … Dictionary of Greek
τρισάθλιος — α, ο πολύ άθλιος, πανάθλιος, ελεεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρισαθλιώτατον — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc superl sg τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίων — τρισάθλιος thrice unhappy fem gen pl τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίως — τρισάθλιος thrice unhappy adverbial τρισάθλιος thrice unhappy masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισάθλιον — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc sg τρισάθλιος thrice unhappy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίοις — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίου — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίους — τρισάθλιος thrice unhappy masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισαθλίῳ — τρισάθλιος thrice unhappy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)